- εὐθεώρητα
- εὐθεώρητοςeasily seenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благовиньнъ — (1*) пр. Зд. Хорошо видимый: ˫Ако же телесны˫а стр(с)ти. овы оубо легъкы. и бл҃говиньна [вм. бл҃говидьна?] ицѣлень˫а. бл҃гооугодно приемлють. (εὐϑεώρητα) ПНЧ XIV, 31в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευθεώρητος — εὐθεώρητος, ον (Α) 1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῑς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.) 2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῡτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ] … Dictionary of Greek